- εμπροσθογεμής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή (για πυροβόλα όπλα), που γεμίζεται από μπροστά (από το στόμιο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπροσθογεμής — ές (για πυροβόλο όπλο) αυτός που γεμίζει από το στόμιο, από εμπρός … Dictionary of Greek
αυτογεμής — ές (για πυροβόλα όπλα) αυτός που γεμίζει αυτομάτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + γέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία (πρβλ. εμπροσθογεμής, οπισθογεμής)] … Dictionary of Greek